ξεσκολίζω

ξεσκολίζω
και ξεσχολίζω
1. τελειώνω τη φοίτησή μου στο σχολείο
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσκολισμένος, -η, -ο
(επιτιμητικά) πλήρως καταρτισμένος σε κάτι, πολύπειρος σε τεχνάσματα («είναι ξεσκολισμένος στις απάτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σχολείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεσκολίζω — ξεσκόλισα 1. αποφοιτώ από το σχολείο: Ξεσκόλισαν και τα δύο μου παιδιά. 2. η μτχ., ξεσκολισμένος, η, ο ο καταρτισμένος, ο πολύπειρος, ο πλήρης: Είναι ξεσκολισμένος σε εμπορικές δουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκόλισμα — και ξεσχόλισμα, το [ξεσκολίζω] 1. η ολοκλήρωση τής σχολικής φοίτησης, η αποφοίτηση από το σχολείο 2. μτφ. (επιτιμητικά) απόκτηση μεγάλης πείρας, πλήρης κατάρτιση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ξεσκολνώ — ξεσκόλασα, τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ, βλ. ξεσκολίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”