- ξεσκολίζω
- και ξεσχολίζω1. τελειώνω τη φοίτησή μου στο σχολείο2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσκολισμένος, -η, -ο(επιτιμητικά) πλήρως καταρτισμένος σε κάτι, πολύπειρος σε τεχνάσματα («είναι ξεσκολισμένος στις απάτες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σχολείο].
Dictionary of Greek. 2013.